- εμπικραίνομαι
- ἐμπικραίνομαι (AM)(απολ.) πικραίνομαι, θλίβομαιαρχ.1. έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου2. (για αρρώστια) επιδεινώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπικραινομένου — ἐμπικραίνομαι to be bitter against pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπικραινοίμεθα — ἐμπικραίνομαι to be bitter against pres opt mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπικραινόμενος — ἐμπικραίνομαι to be bitter against pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεπικραίνετο — ἐμπικραίνομαι to be bitter against imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεπικραίνοντο — ἐμπικραίνομαι to be bitter against imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεμπικραίνομαι — Α έχω μεγαλύτερη οργή και πίκρα εναντίον κάποιου («ὡς παθόντες οἱ Πέρσαι κακῶς προσεμπικρανέεσθαι ἔμελλον τοῑσι Σαμίοισι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπικραίνομαι «έχω πικρία ή οργή εναντίον κάποιου»] … Dictionary of Greek